- συρμούς
- συρμόςany sweeping motionmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει … Dictionary of Greek
ξεκοτσάρω — 1. ναυτ. ξεγαντζώνω 2. (για συρμούς ή άλλα οχήματα) αποσυνδέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κοτσάρω «συνδέω, προσκολλώ, προσαρτώ»] … Dictionary of Greek
Μπρίκνερ, Γιόζεφ Άντον — (Joseph Anton Bruckner, Ανσφέλντεν 1824 – Βιέννη 1896). Αυστριακός συνθέτης. Άρχισε, σύμφωνα με τις προσδοκίες και την παράδοση της οικογενείας του, σπουδές για να γίνει δάσκαλος στοιχειώδους εκπαίδευσης, τελικά όμως αφιερώθηκε στη μουσική,… … Dictionary of Greek